καφουρένιος

καφουρένιος
καφουρένιος, -α, -ον (Μ)
λευκός σαν την καμφορά, κατάλευκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καφουρά + κατάλ. -ένιος (πρβλ. αχυρ-ένιος, φιλντισ-ένιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”